κυκλοθυμικός

κυκλοθυμικός
-ή, -ό
1. σχετικός με την κυκλοθυμία
2. χαρακτηρισμός ιδιοσυγκρασίας που κυμαίνεται μεταξύ δύο πόλων, τής θλίψης και τής ευθυμίας, οι οποίες είτε διαδέχονται η μία την άλλη είτε συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο
3. ως ουσ. αυτός που πάσχει από κυκλοθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyclothymic < αγγλ. cyclothymia «κυκλοθυμία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυκλόθυμος — η, ο (για πρόσ.) ο κυκλοθυμικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”